- μυροθήκη
- η (ΑΜ μυροθήκη)δοχείο, θήκη μύρουμσν.μτφ. τα λείψανα αγίων, επειδή αναδίδουν ευωδιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + θήκη].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυροθήκη — box of unguent fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυροθήκην — μυροθήκη box of unguent fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυροθήκης — μυροθήκη box of unguent fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυροθήκας — μυροθήκᾱς , μυροθήκη box of unguent fem acc pl μυροθήκᾱς , μυροθήκη box of unguent fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
мироположница — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (греч. μυροθήκη) мирохранилице … Словарь церковнославянского языка
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
μυράλειπτρον — και μυράλιπτρον, τὸ (Α) σκεύος το οποίο περιέχει μύρο, αγγείο μύρου, μυροθήκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + ἄλειπτρον(< ἀλείφω), πρβλ. εξ άλειπτρον] … Dictionary of Greek
μυρίς — μυρίς, ἡ (Α) 1. μυροδόχο αγγείο, μυροθήκη 2. μυρρίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μύρον + επίθημα ίς, ίδος. Ο τ. σχηματίστηκε πιθ. από το μυρρίς (< μύρρα), κατ επίδραση τού μύρον] … Dictionary of Greek
μυροδοχείο — το 1. δοχείο στο οποίο φυλάσσεται αρωματικό υγρό, μυρογυάλι, μυροθήκη 2. λειτουργικό σκεύος τής εκκλησίας στο οποίο φυλάσσεται το άγιο μύρο … Dictionary of Greek
μυροθήκιον — μυροθήκιον, τὸ (Α) [μυροθήκη] μικρό μυροδοχείο … Dictionary of Greek